Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ο Κωνσταντίνος Διγαλάκης για τους δολοφονημένους ήρωες της ΕΛΑΣ


Ωρε πού πάμε ρε; Πού πάμε ρε;

Του Κωνσταντίνου Διγαλάκη
Αν. Γ. Γραμματέα ΟΝΝΕΔ Γλυφάδας

Πολλές φορές, μου δημιουργείται η αίσθηση, ότι για οποιαδήποτε κακοτοπιά στην οποία υποπίπτει ο ταλαιπωρημένος ανα την ιστορία αυτός ελληνικός λαός, έχουν φροντίσει οι κλασσικές και αθάνατες κινηματογραφικές παραγωγές του παρελθόντος να σχηματίσουν και να καθιερώσουν στη συνείδησή του και από μία εύστοχη ατάκα η οποία με συνοπτικό και παραστατικό τρόπο καταφέρνει να περιγράφει την πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, η ρητορική ερώτηση του αείμνηστου Βασίλη Αυλωνίτη, νομίζω οτι καταδεικνύει με σαφήνεια τα δρώμενα στο απέραντό μας φρενοκομείο.
Προς τα πού οδεύει η κοινωνία αυτή; Ως πού εκτείνονται οι τερατώδεις διαστάσεις που έχουν λάβει τα φαινόμενα κοινωνικής αδικίας στη χώρα μας; Ποιά η λύση στα προβλήματά μας; Ίσως αυτά τα ερωτήματα να ταλανίζουν συνήθως, τη σκέψη και το λογισμό του καθένα από εμάς, αλλά νομίζω όχι αυτές τις μέρες. Αυτές τις μέρες, η χώρα πενθεί. Για μία ακόμα φορά, στο βωμό των κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικών συνθηκών στους χαλεπούς καιρούς στους οποίους ζούμε, δύο παιδιά της πατρίδας μας πέφτουν πανω στο καθήκον τους. Δεν θα σταθώ στην τραγικότητα του γεγονότος, δεν θα προσπαθήσω να μεταφέρω στον αναγνώστη την συναισθηματκή φόρτιση που οφείλει να νοιώθει μπροστά σε κάτι τοσο αποκρουστικό όσο αυτό της περασμένης Τρίτης. Το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς, το θάνατο δύο νέων ανθρώπων (συνομήλικών μου) είναι ζήτημα προσωπικό. Επέλεξα ωστόσο, να γράψω τώρα, πέντε μέρες μετά το συμβάν και σεβόμενος την τραγωδία που ζούν και θα ζούν οι δύο οικογένειες σε Αθήνα και Τρίκαλα, ακριβώς για να εστιάσω σε όλες εκείνες τις παράπλευρες προεκτάσεις οι οποίες περιβάλλουν τη δολοφονία αυτή.
Ας εκτιμήσουμε σε πρώτη φάση, τόσο τις κοινωνικές προϋποθέσεις, όσο και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο άκουσμα του περιστατικού. Όταν ακούει κανείς, απόστρατο αξιωματικό της ελληνικής αστυνομίας να διαπιστώνει το βαθμό στον οποίον έχει εκτραχυνθεί η καθημερινότητα, το σημείο στο οποίο έχει φτάσει η κοινωνική ανασφάλεια και τα επίπεδα στα οποία έχει οργανωθεί πλέον η εγκληματικότητα, ίσως να θεωρήσει ότι υπρβάλλει λόγω υποκειμενικότητας. Ωστόσο, εξετάζοντας πίο στενά τα γεγονότα μάλλον θα θορυβηθεί. Γιατί όταν εν έτει 2011, άριστα εκπαιδευμένοι και άρτια εξοπλισμένοι κακοποιοί ληστεύουν συνοικιακό περίπτερο (!) όχι με μαχαίρι, όχι με περίστροφο αλλά με οπλοπολυβόλο ευρείας εμβέλειας και μάλιστα όχι με ένα αλλά με τρία, νομίζω ότι άμεσα προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα. Όταν δε, οι κακοποιοί αυτοί είναι τόσο αδίστακτοι, ώστε όταν τα περιθώρια τους αρχίζουν να στενεύουν χωρίς κανένα ενδοιασμό ανοίγουν πύρ κατα αστυνομικών σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, εν κινήσει σε κεντρική οδό σε ώρα αιχμής, εξαπολύωντας πάνω από εκατό σφαίρες σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, προκαλώντας το θάνατο σε δύο, και το σοβαρό σόκ σε άλλους δύο αξιωματικούς, τότε νομίζω ότι εν μέσω απόγνωσης, αποδεχόμαστε την άποψή του. Αυτή δυστυχώς είναι η πραγματικότητα, σε μία χώρα στην οποία το αντάρτικο πόλης το οποίο εφαρμόζουν ως μορφή πολιτικής αντίστασης οι διάφορες τρομοκρατικες (αυτοαποκαλούμενες «επαναστατικές» οργανώσεις) είναι τόσο καλά οργανωμένο ωστε ο εξοπλισμός της να προέρχεται από διασυνδέσεις με τη Μοσάντ. Αυτή είναι η πραγματικότητα, σε μια χώρα στην οποία το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας το οποίο άλλωτε δέσποζε μεταδίδοντας στην ατμόσφαιρα ένα αρχαιοελληνικό κλίμα και δίνοντας χρώμα στο γκρίζο της πόλης, τώρα αποτελεί φόβητρο για τους γηγενείς από τις απογευματινές ώρες και μετά, χώρο δράσης για τους αλλοδαπούς τις ίδιες ώρες. Η κοινωνία μας, πλέον έχει απωλέσει την έννοια μερικών λέξεων, όπως αλληλεγγύη, συνάνθρωπος, συμβίωση, ενώ παράλληλα έννοιες όπως ξενοφοβία, ανασφάλεια, εγκληματικότητα ορίζουν την καθημερινότητηά μας. Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά, έρχονται περιστατικά σαν και αυτό της περασμένης Τρίτης να ενισχύσουν την κοινωνική αποξένωση και τις ατομικές μας φοβίες. Ας ελπίζουμε το τέλος να μην βρίσκεται πολύ κοντά.
Ο παράγοντας κοινωνία ώστόσο, άνα τους αιώνες, βρίσκεται άρρηκτα συνδεδεμένος με τον παράγοντα οικονομία. Ιστορικά, όλες οι κοινωνικές δομές οι οποίες ήκμαζαν οικονομικά, βρίσκονταν ταυτόχρονα σε κοινωνική άνθηση με χαμηλά επίπεδα εγκληματικότητας σημειώνοντας παράλληλα μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη. Όσο όμως τα οικονομικά είχαν αρνητικό συντελεστή, τόσο η κοινωνική συνοχή κλιδωνίζονταν καθώς επίσης και τα φαινόμενα εγκληματικότητας έκαναν συχνότερη την εμφάνισή τους. Δεδομένης λοιπόν της δεινής οικονομικής συγκυρίας της χώρας, είναι επόμενο να προκαλείται όλο και εντονότερη κοινωνική αποσταθεροποίηση αλλά και συχνότερα φαινόμενα βίας. Ωστόσο, στη δική μας περίπτωση, έχουν παραβιαστεί προ πολλού τα έσκαμμένα και αυτό γιατί βρισκόμαστε στο σημείο νέα παιδιά να πέφτουν νεκρά στο οδόστωμα εκπληρώνοντας τον όρκο που μόλις πρίν λίγους μήνες είχαν δώσει, για αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας ρισκάροντας τη ζωή τους σε καθημερινή βάση. Και όλα αυτά γιατί; για τον βασικό μισθό ο οποίος δεδομένου του πληθωρισμού και της ακρίβειας, δεν αρκεί για να τους καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες, πόσο μάλλον να συντηρήσει μια οικογένεια την οποία κάποια στιγμή στο μέλλον τους οι δύο αυτοί αστυνομικοί θα συγκροτούσαν.
Αρκεί μόνο, ανάμεσα σε πολλά, να αναφερθούμε στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική Αστυνομία, κατάσταση η οποία εν πολλοίς φέρει μεγάλο μέρος τηε ευθύνης για τον θάνατο των αστυνομικών. Όταν οι περικοπές σε δαπάνες του δημοσίου μεταφράζονται για τα σώματα ασφαλείας σε περιορισμό των μηχανοκίνητων μετακινήσεων για εξοικονόμηση καυσίμων, ελλειματικό εξοπλισμό αστυνομικών, ακόμα και ακινητοποιημένων οχημάτων  λόγω έλλειψης πόρων για την συντήρησή τους. Καθημερινά πλέον βλέπουν το φώς της δημοσιότητας καταγγελίες αστυνομικών, οι οποίοι αναγκάζονται να συνεισφερουν από το υστέρημά τους, ώστε να εξοπλιστούν καταλλήλως, να ανεφοδιάσουν τα οχήματά τους, να μην κυκλοφορούν απροστάτευτοι στην υπηρεσία τους. Ας μεταφέρει κάποιος λοιπόν στην κυβέρνηση κα το επιτελείο της, ότι οι δαπάνες του δημοσίου μπορούν να συμμαζευτούν χωρίς να υποχρεούνται εκείνοι οι οποίοι φροντίζουν για τη δημόσια τάξη να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και την ψυχική υγεία των συγγενών τους. Ακόμα, οφείλει η πολιτεία να μην θεωρεί τα όργανά της αναλώσιμα. Μπορεί την επόμενη μέρα, άλλοι συνάδελφοι των αποθανώντων να αναλάβουν υπηρεσία, ωστόσο αυτό δε σημαίνει οτι νομιμοποιούνται οι επιχειρησιακή αλλά και η πολιτική υπηρεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, να διατηρεί ακάλυπτα τα νώτα τους. Θεωρώ λοιπόν πολύ σημαντική, , τη συγκρότηση ενός πλήρους επιχειρησιακού σχεδίου το οποίο θα εκτελείται αυτόματα από τη στιγμή που ο περίπολος θα δώσει το ανάλογο σήμα. Έτσι, εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό, τόσο η σωματική ακεραιότητα των αστυνομικών, όσο και η καλύτερη αποτελεσματικότητας των σωμάτων της αστυνομίας στο δύσκολο έργο το οποίο επιτελούν καθημερινά.
Ολοκληρώνοντας τη μακροσκελή φλυαρία μου, δε μπορώ παρά να μνημονεύσω την τραγική ηρωνεία μιας κατάστασης στην οποία βρέθηκα πρωταγωνιστής. Την ώρα που λάμβανε χώρα το μακελειό, στην άλλη άκρη του λεκανοπεδίου και έξω από τη περσβεία της Λιβύης, η ΟΝΝΕΔ προέβαινε σε μια από τις μαζικότερες συμβολικές σιωπηρές διαμαρτυρίες της τα τελευταία χρόνια. Μπορεί το ερέθισμα για την διαμαρτυρία αυτή να δώθηκε από την συνεχιζόμενη αιματοχυσία στη χώρα της ερήμου, ωστόσο το κύριο νόημα το οποίο συμβόλιζε ήταν «ενάντια στη βία». Το κεντρικό της σύνθημα ωστόσο ήταν και αυτό σαφές, μονολεκτικό και περιεκτικό. ENOUGH. Καταδικάζουμε τη βία από όπου και άν αυτή προέρχται και σε όποιον και αν αποσκοπεί, ωστόσο αυτό πλέον δεν είναι αρκετό. Πρεπεί εμείς, πρώτοι, οι νέοι συγκροτημένοι άνθρωποι με όραμα για το μέλλον να θέσουμε τους ακρογωνιαίους λήθους, ώστε στην κοινωνία του αύριο, η βία, η τρομοκρατία και η εγκληματικότητα από έννοιες ριζικές, να μετατραπούν σε έννοιες εξόριστες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου