Ο θεσμος της Συναίνεσης και η παραποίηση που τυγχάνει στα χέρια της πολιτικής ζωής του τόπου μας.
Του Κωνσταντίνου Διγαλάκη
Αναπληρωτή Γ. Γ. ΟΝΝΕΔ Γλυφάδας
Ο άνθρωπος είναι εξ ορισμού, όν ευλογημένο. Μπορεί να υστερεί έναντι των άλλων ζωντανών πλασμάτων του πλανήτη σε δύναμη, σε ταχύτητα, σε αλτικότητα και σε σωματική διάπλαση, έχει όμως καταφέρει να αναρρηχιθεί στην κορυφή της διατροφικής αλυσίδας εξ αιτίας των προτερημάτων της υψηλής νοημοσύνης, της ορθής σκέψης και της κριτικής λογικής που διαθέτει. Είναι αυτό που τον διαχωρίζει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, είναι οι αρετές που τον έχουν θέσει κυρίαρχο του πλανήτη.
Η λογική και η σκέψη δεν είναι έννοιες στατικές, αλλά μεταφέρονται. Μπορει κανείς εύκολα, αναλύοντας τις θέσεις και τις απόψεις του, να προσεγγίσει ένα άτομο και να το επηρρεάσει σε τέτοιο βαθμο, ώστε μεταλαμπαδεύοντας του τις δικιές του απόψεις, το άτομο αυτό να προσχωρήσει στην πλευρά του. Κάπως έτσι, σε μία διευρυμένη κλίμακα και ύστερα από πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις ανα τους αιώνες, δημιουργήθηκαν οι εκάστοτε πολιτικοι συνδυασμοί, τα λεγόμενα κόμματα, τα οποία στην σημερινή τους μορφή κα έτσι όπως τα γνωρίζουμε, εκφράζουν το καθένα μια ευρεία μάζα της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται, και διαχωρίζονται μεταξύ τους υπηρετόντας διαφορετικούς στόχους, διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικές μεθόδους επίτευξης των στόχων τους.
Θα ήταν ολέθριο λάθος βέβαια, να θεωηθεί οτι οι ιδεολογίες αλλά πολύ περισσότερο οι στόχοι οι οποίοι τείθονται από τον καθένα πολιτικό σχηματισμό, είναι αποκλίνουσες και αποκλίνοντες αντίστοιχα. Στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα για παράδειγμα, το στοιχημα αλλά και το διακύβευμα γύρω από το οποίο διενεργούνται καθημερινά πολιτικές ζυμώσεις και συχνά-πυκνά διενέξεις είναι η οικονομία. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου αναγνωρίζουν την έσχατη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία της χώρας μας, καθώς επίσης και την αναγκαιότητα να ληφθούν γενναίες αποφάσεις ώστε η χώρα να ξεφύγει από αυτό το τέλμα αντιπαραγωγικότητας. Για τον καθένα βέβαια, η παραπάνω πρόταση τυγχάνει διαφορετικής ανάγνωσης. Εκεί π.χ. οπου για την Νέα Δημοκρατία η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από άμεσα αναπτυξιακά και επενδυτικά νομοσχέδια τα οποία θα δώσουν ανάσες ρευστότητας αλλά και αναχώμματα στην ανεργία, για το ΚΚΕ η ορθή αντιμετώπιση των προβλημάτων είναι έξοδος από την Ε.Ε., επανατύπωση της δραχμής και εσωτερική ανατίμηση του νομίσματος, εκτυνάσσοντας τον πληθωρισμό και την ακρίβεια στα ύψη, χώρις να αναφερόμαστε στην γνωστή και μη εξαιρετέα φράση τους: «Δεν αναγνωρίζουμε το χρέος».
Ωστόσο, παραπάνω παρατηρήσαμε οτι και οι δύο αυτές αντιδιαμετρικά διαφορετικές απόψεις εκκίνησαν από την ίδια αφετηρία σκέψης. Αυτή είναι σε τελική ανάλυση και η αφετηρία μιας ενδεχόμενης πολιτικής συζήτησης ανάμεσα σε δυο ή και περισσότερες πολιτικές δυνάμεις μεσα από την οποία, κάθε ακολουθία από κοινά σημεία επαφής στις ιδέες τους να αποτελέσει την βάση μιας κοινής τους πολιτικής. Αυτός είναι ο ορισμός της λεγόμενης «συναίνεσης», και έτσι ακριβως θα έπρεπε να χρηισμοποιείται. Υπάρχουν παραδείγματα συναίνεσης στη σύγχρονη μεταπολιτευτική Ελλάδα; Ισως το μεγαλύτερο πολιτικό εγχείρημα της μεταπολίτευσης να είχε γίνει πραγματικότητα, εάν το 1989 («βρώμικο» κατα ορισμένους, το έτος γέννησής μου) ο αείμνηστος Παύλος Μπακογίαννης είχε πετύχει την πολλά υποσχόμενη σύγκλιση της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης με τον τότε Συνασπισμό της Αριστεράς. Μπροστά στο φόβο μιας μεγάλης εθνικής συναίνεσης και καθολικής ενότητας, ενα μικρό μέρος της εξοκοινοβουλευτικής αριστεράς είδε τον κίνδυνο της εξάλειψής της να πλησιάζει απειλητικά. Με απλές και συνοπτικές διαδικασίες, η δολοφονία του ατόμου που θα έκανε πράξη την μεγάλη σύγκλιση απόψεων αλλά και ιδεών, λειτούργησε καταλυτικά στην εκ νέου απομάκρυνση των κοινωνικών ιστών που αποτελούν αλλά και εκφράζουν τις δύο αυτές παρατάξεις, αφήνοντας την Ελλάδα φτωχότερη πνευματικά, αλλά και διχασμένη πολιτικά.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε τότε βέβαια, με μακροσκελείς συζητήσεις, ατελέιωτους προγραμματικούς αλλά και ιδεολογικούς διαλόγους και φυσικά αμοιβαίες υποχωρήσεις, ουδεμία σχέσει έχει η θα μπορούσε να έχει με τη συναινεση που κάθε λίγο, ζητά η σημερινή κυβέρνηση. Είναι σαφές, οτι η λαϊκη εντολή που έλαβε η κυβέρνηση αυτή, ήταν επί διαφορετικής βάσης και πάνω σε ένα πρόγραμμα το οποίο την επομένη των εκλογών, πετάχθηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Είναι επίσης σαφές οτι ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται η ηγεσία της χώρας, με συνεχόμενα αντιλαϊκά μέτρα, με περικοπές, με περιστολές των δαπανών και αυξανόμενη καθίζηση της πραγματικής οικονομίας με αποτέλεσμα την μειωμένη ροή ρευστού στην αγορά, τα διαδοχικά λουκέτα καταστημάτων και εκτίναξη της ανεργίας, έχει προκαλέσει την υπομονή και την ανοχή του κόσμου που πίστεψε οτι το ΠΑΣΟΚ έχει σχέδιο για έξοδο απο την κρίση, θέση που ενισχύεται όταν στον αντίποδα η φοροδιαφυγή παραμένει ανεξέλεγκτη και η κοινή γνώμη ταλανίζεται από το χορό των εκατομμυρίων γύρω από τα σκάνδαλα. Όταν η κυβέρνηση αυτή, καλεί τους εταίρους της στη βουλή ζητώντας τους δήθεν «συναίνεση» χωρίς κανένα ουσιώδη διάλογο, χωρίς καμία αμοιβαία υποχώρηση αλλά με μόνη διάθεση την απόσπαση λευκής επιταγής και παράταση στην ανοχή δικαιούται από τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις, τότε όχι μόνο για συναίνεση δε μιλάμε, αλλά για καμία διαδικασία που να σχετίζεται με διάλογο, συνεννοήση και δημοκρατία. Η συναίνεση, κύριοι, δεν απαιτείται, αλλά κατακτάται. Και κατακτάται αποσπώντας πρωτίστως την προσοχή, δευτερευόντως την εμπιστοσύνη και τέλος, όντας ανοικτοί σε νέες ιδέες. Την προσοχή και την εμπιστοσύνη δε, κυρίως όχι των συνομιλητών, αλλά εκείνων που τους εμπιστέυονται με τη ψήφο και την ιδεολογική στήριξη τους, εκείνης της μερίδας του κόσμου που απο την πολιτική σας βούληση ασθμαίνει καθημερινά.
Απο την άλλη πλευρά, πολλές περιπτωσεις υποτραπέζιων συνδιαλαγών και συναλλαγών, οταν είναι άμεσες και χρήσουν κάποιας στοιχειώδους νομιμοποίησης, ενδύονται καμια φορά το μανδύα της συναίνεσης για λόγους πολιτικής ευθιξιας. Για όσους δε ζούν την καθημερινότητα της τοπικής μας κοινωνίας, της Γλυφάδας, και δεν γνωρίζουν, τις τελευταίες μέρες ο δήμος κλυδωνίζεται από τα απόνερα του σκανδάλου το οποίο έφερε στο φώς το ΠΡΩΤΑ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ. Αποδεικνύεται, οτι ανάμεσα στον Ά και στο ΄Β γύρο των εκλογών, οι κ.κ. Κόκκορης, Παπαδόπουλος και Λανδράκης είχαν συντάξει και συνυπογράψει μνημόνιο συνεργασίας οσον αφορά στην συνδιοίκηση του δήμου, αλλά και στην διάτμηση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του. Ο μέν πρώτος δεσμευόταν μέσω του συγκεκριμένου εγγράφου να ορίσει τους εταίρους του από διοικητές μεγάλων αθλητικών εγκαταστάσεων μέχρι «τομεάρχες παιδείας», ενω οι δεύτεροι ανελάμβαναν την υποχρέωση μέχρι τον Β γύρο των εκλογών να συνεισφέρουν εκλογικά στον πρώτο είτε με δηλώσεις στήριξης, είτε με την φυσική τους παρουσία στις εκδηλώσεις του, είτε με την παρότρυνση των ψηφοφόρων τους, ατόμων που προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο της κεντροδεξιάς, τον σώρο στον οποίον ανδρώθηκαν πολιτικά οι δύο αυτοί τοπικοί παράγοντες, να στηρίξουν την επίσημη «μνημονιακή» υποψηφιότητα. Σαφώς, και ο όρος «συναίνεση», όπως περιγράφηκε παραπάνω, όταν χρησιμοποιείται σε τέτοιες περιπτώσεις στην καλύτερη διαστρεβλώνεται, στη χειρότερη κονιορτοποιείται. Τέτοιου είδους συνεναιτικές πρωτοβουλίες και πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν θέτουν ως κεντρικό τους άξονα τις ανταλλαγές απόψεων με σκοπό τη βελτίωση της διαβίωσης του πολίτη/δημότη, αλλά το γιγάντιο αλησβερήσι σε έναν από τους πλουσιότερους δήμους όχι μόνο του λεκανοπεδίου, αλλά και της επικρατείας, αποδεικνύουν ξεκάθαρα τον αυτοσκοπό που αποτελεί για ορισμένους πολιτικούς η ενασχόληση με τα κοινά. Για τον λόγο αυτό δεν επιδειώκουν έναν ευρύ πολιτικό σχηματισμό με μια συναίνεση η οποία να στηρίζεται σε όλες τις δυνάμεις του δημοτικού συμβουλίου, με σκοπό την χάραξη μιας ορθής στρατηγικής για την ορθοπόδηση του δήμου μας, αλλά αναλώνονται σε παρασκηνιακές συζητήσεις με όραμα τη Γλυφάδα ως τσιφλίκι στα χέρια λίγων. Ο κόσμος ας τους κρίνει.
Σε τελική, λοιπόν, ανάλυση η συναίνεση ως θεσμός, έχει εκπέσει. Και έχει φτάσει στη κατάσταση αυτή, λόγω εσφαλμένων αντιλήψεων από τις συμμετέχουσες πλευρές, πολυ περισσότερο από αυτές που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία τέτοιων συναινετικών κινήσεων. Για να θεωρηθεί μια συναινετική διαδικασία επιτυχημενη θα πρέπει βήμα-βήμα οι ενδιαφερόμενοι να καταλήξουν σε σύγκλιση απόψεων, διατηρώντας πάντα ανοικτό το πνεύμα και την λογική τους, αποκολλώντας από το ιδεατό για τον καθένα αποτέλεσμα, με κοινό παρονομαστή την ανδιοτελή προσφορά. Γιατί, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός: «αν δε κοιτάς που θες να πας, θα πάς εκεί που κοιτάς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου