Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ο Αριστοτέλης στη σύγχρονη εγκληματολογική σκέψη

Γιώργος Ε. Ανδρουτσόπουλος
Δημοσιογράφος - Δημοσιολόγος


    Το να προσπαθήσουμε εδώ μια παρουσίαση του έργου του μεγαλύτερου των φιλοσόφων όλων των εποχών -κατά την ταπεινή μου γνώμη- μάλλον θα ήταν μάταιο. Τόσο ο όγκος του έργου του όσο και ο διαθέσιμος χρόνος είναι δυο αντιστρόφως ανάλογες παράμετροι, που κάνουν μια τέτοια προσπάθεια να καταλήξει, τουλάχιστον, αστεία! Εξάλλου, το έργο του Αριστοτέλη μόνο με μια έννοια θα μπορούσε να παρουσιαστεί: ως η απαρχή της σύγχρονης δια-νόησης και επιστημονικής έρευνας, έστω και μετά από 2.000 χρόνια από τότε που άφησε ανεξίτηλα τα βήματά του στον κόσμο.
Με βάση αυτή την παρατήρηση, δεν θα μπορούσε και η Εγκληματολογία, ως μια καθαρά κοινωνική Επιστήμη περισσότερο σήμερα, να μην μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τα έργα του Αριστοτέλη. Γιατί, στα συγγράμματά του «Αθηναίων Πολιτεία», «Πολιτικά» και κυρίως στα «Ηθικά Νικομάχεια», έχει δώσει σαφέστατα δείγματα, πολύ περισσότερο από μια απλή φιλοσοφική ενασχόληση, για τις ανθρώπινες καταστάσεις που επιφέρουν ψυχολογική και οργανική εξάρτηση, ώστε να καταλήξουν πάθος, όπως η οινοποσία, η τοξικομανία, τα τυχερά παιχνίδια και η δεισιδαιμονία ακόμη, στη δημιουργία αιτίων για επιθετικότητα, κάνοντας πολλούς σύγχρονους μελετητές να τον θεωρούν ως θεμελιωτή της κατηγορίας του «εκ πάθους εγκληματία» με την άποψή του ότι «θυμοί. ενίοις δε και μανίας ποιούσιν».
Μόνο που ο Αριστοτέλης έχει μπει και πιο βαθιά στο ενδιαφέρον της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, καθώς ιδιαίτερα ασχολήθηκε στα «Πολιτικά» του με τα αδικήματα του όχλου, όπως και με τους οικονομικούς όρους που δημιουργούν επιθετική διάθεση, ενώ στη «Ρητορική» του ασχολείται ακόμη και με τη σχέση ηλικίας και εγκλήματος, αφού μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος που έδωσε τόση μεγάλη έμφαση στο οικογενειακό περιβάλλον, όπου στα «Ηθικά Νικομάχεια» παραθέτει και μεθόδους για την αγωγή των παιδιών και την προστασία τους προς αποφυγή επιθετικών διαθέσεων.
Και μπορεί οι ορισμένες τοποθετήσεις παλιότερων ερευνητών της Φυσιογνωμικής, ως μεθόδου έρευνας των εγκληματικών τύπων, απόρροια των παρατηρήσεων του Cessare Lombroso από το 1876, όπως των αδελφών Jean και Armaunt Dourville το 1923, αλλά και της Μορφοψυχολογίας, με τον Charles Sigaud το 1910, τον Ernest Kretschmer το 1930, τον William Sheldon το 1949, τους Sheldon και Eleanor Qlueck το 1956 και τον Thomas Gibbens το 1960, όπως καταγράφηκαν από τον Francis Baud το 1963, να μην έκαναν τίποτε περισσότερο από το να επαναλάβουν, με άλλα λόγια και σχηματικές παραστάσεις, αυτά που παρουσία-σε στα «Φυσιογνωμικά» του ο Αριστοτέλης, η επιστημονική κοινότητα, που ακόμη ερίζει μεταξύ κληρονομικότητας και ελεύθερης βούλησης, προσπαθεί να λύσει τον «γρίφο» του μεγάλου φιλοσόφου, ο οποίος, στα «Ηθικά Νικομάχεια», από τη μια επιμένει ότι «η προς οργήν ορμή είναι κληρονομική, αύτη δε και μόνη άγει το άτομον εις έγκλημα», ενώ από την άλλη παρουσιάζεται υπέρμαχος της ελεύθερης θέλησης, πιστεύοντας μάλιστα ότι «η ποινική ευθύνη (πρέπει να) παύεται όπου η ηθική ελευθερία αφανίζεται»!


Τώρα, όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγάλη ανατροπή των μέχρι σήμερα κρατούντων. Τώρα, ιδιαίτερα μετά τις τοποθετήσεις της «Νέας Εγκληματολογίας» (The New Criminology) των Βρετανών Ian Taylor, Paul Walton και Jock Υoung, που από το 1973 και μετά έχει «κλέψει» μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος της εγκληματολογικής σκέψης, καλύπτοντας μια νεομαρξιστική τοποθέτηση στις σύγχρονες κοινωνικές δομές, αναφορικά με την επιθετικότητα που κυριαρχεί στην κοινωνία μας σήμερα, μια φράση του Αριστοτέλη έχει αρχίσει να «βασανίζει» τη σημερινή επιστημονική κοινότητα, που μελετά το έγκλημα ως κοινωνικό παθολογικό φαινόμενο και τον εγκληματία ως ένα άτομο, όπως και όλοι μας, που «προκαλείται» να δράσει κάτω από ορισμένες «ιδιότυπες» συναισθηματικές καταστάσεις και όχι μόνο.
Γιατί, η «ανακάλυψη» της άποψης του Αριστοτέλη, που βγήκε μέσα από τη μελέτη του βιβλίου του «Ηθικά Νικομάχεια», ότι:

«Ο καθένας μπορεί να θυμώσει. Αυτό είναι εύκολο. Αλλά, το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και τη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι εύκολο»


. θεωρείται ως η συγκλονιστική αποκάλυψη για μια πιο βαθιά και δυναμική ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πέρα και από το γεγονός ότι αυτή η φράση, που διατυπώθηκε πριν από 2.300 χρόνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είναι η απαρχή της Εγκληματολογίας.
Όπως επισημαίνει ο Daniel Goleman το 1995, στο βιβλίο του «Η Συναισθηματική Νοημοσύνη», στη φιλοσοφική του διερεύνηση γύρω από την αρετή, τον χαρακτήρα και την ευημερία, που πραγματεύεται στα «Ηθικά Νικομάχεια», ο Αριστοτέλης βρίσκεται αντιμέτωπος με την πρόκληση να χειριστεί τη συναισθηματική ζωή με τη νοημοσύνη. Μπορώ να πω ότι ήταν ο πρώτος που στήριξε όλη του τη θεωρία για τη ζωή του ανθρώπου πάνω στα συναισθήματα. Τα πάθη μας, με πιο απλά λόγια, όταν ασκούνται σωστά, εμπεριέχουν σοφία. Καθοδηγούν τη σκέψη μας, τις αξίες μας, την επιβίωσή μας στην καθημερινότητα. Αλλά, ταυτόχρονα, μπορούν εύκολα να λοξοδρομήσουν, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά.
Και εδώ, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δυο είναι οι λέξεις-κλειδιά στην παραπάνω φράση του Αριστοτέλη, με τις οποίες από χρόνια πολλά τώρα η Εγκληματολογία ασχολείται: η λέξη «θυμώνω» και η λέξη «σωστό»!



Κι αυτό το «ο καθένας θυμώνει» του Αριστοτέλη δεν είναι η απλοϊκή θεώρηση μιας πραγματικότητας. Είναι, πάνω απ' όλα, η θεμελιώδης παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που καθορίζεται από τις διακυμάνσεις του θύμου αδένα -εξ ου και το «θυμώνω»- που παίρνει μιαν άλλη διάσταση της απλουστευμένης έννοιας, όπως τη χρησιμοποιούμε εμείς σήμερα.
Γιατί το «θυμώνω» κατά τον Αριστοτέλη είναι η εκδήλωση συμπεριφοράς, αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής διεργασίας, η οποία απορρέει από την πεποίθησή του ότι το μεγάλο πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι η συναισθηματικότητά του, αλλά πολύ περισσότερο η καταλληλότητα του συναισθήματος και της έκφρασής του, καθώς όλες οι «φαινομενικές» ψυχολογικές ισορροπίες μπορούν πάρα πολύ εύκολα να πάρουν άλλη ρότα κι αυτό συμβαίνει πάρα πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας.
Για να σας δώσω να καταλάβετε αυτήν τη «λεπτή» διαχωριστική γραμμή, θα σας παραθέσω ένα απλό, καθημερινό, παράδειγμα, που μπορεί να συμβεί στον καθένα από μας: κατεβαίνετε από το τελευταίο σκαλί της εξώπορτας του σπιτιού σας και πέφτετε επάνω σε μια σακούλα με σκουπίδια! Η πρώτη αντίδρασή σας θα μπορούσε να ήταν να την προσπεράσετε και να συνεχίσετε τον δρόμο σας. Την άλλη μέρα, ξανά το ίδιο σκηνικό, με τη σακούλα με τα σκουπίδια να σας κλείνει τον δρόμο. Μια αντίδρασή σας θα μπορούσε να ήταν να την πάρετε και να την πάτε στον κάδο απορριμμάτων. Τρίτο πρωινό και πάλι η σακούλα μπροστά σας, οπότε «τα παίρνετε στο κρανίο», της δίνετε μια κλοτσιά, ίσως σιγοψιθυρίζοντας το «ποιός ηλίθιος το κάνει αυτό;» και κανένας από εμάς δεν μπορεί να υπογράψει με βεβαιότητα ότι, αν αυτός ο «ηλίθιος» βρισκόταν μπροστά σας ίσως δεν μπορούσατε να αποφύγετε ακόμη και μία συμπλοκή μαζί του.
Και σας έδωσα αυτό το απλό παράδειγμα, μόνο και μόνο για να καταδείξω ότι ο ίδιος άνθρωπος, στον ίδιο τόπο και στο ίδιο γεγονός, αντιδρά με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το συναίσθημα που προκαλείται σε μια και μόνο συγκεκριμένη στιγμή και η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, τα οποία και δεν είναι, φυσικά, σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, περισσότερα των τριών! Αυτό ήταν και το σημείο εκκίνησης της εγκληματολογικής σκέψης να μελετά πλέον σοβαρά τη Στιγμή Λήψης της Επιθετικής Απόφασης, αυτό το ΣΛΕΑ που ονομάζουμε στη σύγχρονη γλώσσα της Εγκληματολογίας, στην προσπάθεια να κωδικοποιήσουμε αυτήν την απειροελάχιστη χρονική στιγμή, κατά την οποία μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, όπως κι αν έχει αυτή δημιουργηθεί, παίρνει την απόφαση να δράσει.


Και πώς τα έχουμε μάθει όλα αυτά; Απλούστατα, η τελευταία εικοσαετία μας έφερε μια χωρίς προηγούμενο έκρηξη της επιστημονικής έρευνας γύρω από το συναίσθημα, μετά κυρίως τις εντυπωσιακές μελέτες του Joseph LeDoux, που ολοκληρώθηκαν το 1994, καθώς και τις εκ-πληκτικές εικόνες του εγκεφάλου σε λειτουργία, που έγιναν χάρις στις καινοτόμες μεθόδους της σύγχρονης τεχνολογίας.
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, δηλαδή, έγινε ορατή μια εικόνα που ανέκαθεν υπήρξε η πηγή του βαθύτερου μυστηρίου: το πώς, ακριβώς, αυτή η πολύπλοκη μάζα κυττάρων -το μυαλό μας, δηλαδή- λειτουργεί όταν σκεπτόμαστε ή όταν αισθανόμαστε, όταν φανταζόμαστε ή και όταν ονειρευόμαστε.
Έχουμε πλέον εντοπίσει το οργανικό substratum που προκαλεί την αυτόματη στιγμιαία αντίδραση και το οποίο δεν είναι άλλο από την αμυγδαλή του έσω εγκεφάλου, που καλείται για μια άμεση συναισθηματική αντίδραση, πριν τα κέντρα του φλοιού κατανοήσουν πλήρως το τι συμβαίνει, γι' αυτό και εκδηλώνεται μια πιο γρήγορη μετάδοση, προ-καλώντας μια ταχύτερη δράση, η οποία, τις περισσότερες φορές, είναι και λιγότερο εύστοχη. Η έρευνα του LeDoux κατάφερε να εξηγήσει πως αυτό το «σύμπλεγμα διασυνδεομένων ομοειδών δομών νευρικών κυττάρων» σε σχήμα αμυγδάλου, τοποθετημένο πάνω από το εγκεφαλικό μας στέλεχος και κοντά στη βάση του μεταιχμιακού δακτύλου, μπορεί να πάρει τον έλεγχο των πράξεών μας, ακόμα και αν ο σκεπτόμενος εγκέφαλος, ο νεοφλοιός δηλαδή, δεν έχει καταλήξει σε μια συγκεκριμένη απόφαση.
Έτσι, στην «αρχιτεκτονική» δομή του εγκεφάλου, η αμυγδαλή μοιάζει με εταιρεία συναγερμού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Daniel Goleman, όπου οι τεχνικοί βρίσκονται σε ετοιμότητα, προκειμένου να στείλουν επείγοντα μηνύματα στην πυροσβεστική, στην αστυνομία και σε κάποιο γείτονα, οποτεδήποτε το σύστημα συναγερμού του σπιτιού ειδοποιήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι το εκτεταμένο δίκτυο των νευρωνικών συνδέσεων της αμυγδαλής τής επιτρέπει, στη διάρκεια μιας συναισθηματικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, να συλλάβει και να καθοδηγήσει το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου εγκέφαλου, συμπεριλαμβανομένου και του «λογικού» εγκέφαλου.
Η έρευνα του LeDoux, λοιπόν, απέδειξε ότι η αμυγδαλή βοηθάει πάρα πολύ στην επεξήγηση του, γιατί το συναίσθημα υπερισχύει της λογικής, καθώς σ' αυτό το «κύκλωμα» περιέχονται τα πιο πρωτόγονα και τα πιο ισχυρά μας συναισθήματα. Η αμυγδαλή μπορεί έτσι να μας κάνει να δράσουμε ακαριαία, ενώ ο κάπως πιο αργός, αλλά πολύ καλύτερα πληροφορημένος, νεοφλοιός ξεδιπλώνει το πιο εκλεπτυσμένο σχέδιο δράσης του, μόνο που τις περισσότερες φορές φτάνει αργά! Η πράξη έχει ήδη γίνει, οπότε μετά μας απομένει η μεταμέλεια και η απόγνωση. Εν κατακλείδι, η αμυγδαλή μπορεί να αντιδράσει με ένα ντελίριο οργής πριν καν ο φλοιός καταλάβει το τι συμβαίνει, επειδή ένα ακατέργαστο συναίσθημα προκαλείται ανεξάρτητα και πριν από τη σκέψη.


Αν και στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο απλά τα πράγματα, όπως σας τα περιγράφω τώρα εν συντομία, ωστόσο η «χαρτογράφηση» του εγκεφάλου συνιστά μια πρόκληση για όσους υποστηρίζουν ότι ο Δείκτης Νοημοσύνης, το IQ που λέμε σήμερα, είναι ένα γενετικό δεδομένο που δεν μπορεί να αλλάξει από την εμπειρία της ζωής, καθώς και ότι η μοίρα μας καθορίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από αυτές τις δυνατότητες. Αυτό το επιχείρημα, όμως, αγνοεί παντελώς μιαν άκρως προκλητική ερώτηση: σε ποιούς παράγοντες οφείλεται, για παράδειγμα, η αποτυχία ανθρώπων με υψηλό IQ, αλλά και πού οφείλεται η αναπάντεχη και εντυπωσιακή επιτυχία άλλων ατόμων με μέτριο δείκτη νοημοσύνης;
Έτσι, εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για την καλλιέργεια ορισμένων δεξιοτήτων, που αξιοποίησαν το οποιοδήποτε νοητικό δυναμικό μπορεί να τους χάρισε ο γενετικός τροχός της τύχης, αλλά και την κατάλληλη εκμετάλλευση συγκυριών. Εξάλλου, ο διαμορφωτής της σύγχρονης Δημοσιογραφίας, ο Josef Pulitzer, απαντώντας στο ερώτημα «αν ο δημοσιογράφος είναι δημιούργημα ενός φαινομενικού ταλέντου», επισήμανε ότι: «η μόνη θέση που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να πάρει εύκολα με μόνα τα προσόντα της γέννησής του είναι η θέση του ηλίθιου»! Και ο ηλίθιος, ο «idiot» για τον Pulitzer, περισσότερο σήμερα καθορίζεται από μια ανίατη βλάβη ενός συγκεκριμένου οργανικού substratum του εγκεφάλου, που σταμάτησε στην εμβρυακή ηλικία, πριν την ώρα του δηλαδή, την εξέλιξη του IQ.
Στο σημείο αυτό μπορώ να αναφερθώ στην «προδιάθεση», όπως ονόμαζαν οι παλιότεροι ερευνητές αυτό που δεν μπορούσαν επακριβώς να εντοπίσουν -ή την «ενστικτώδη ενόραση», που λέμε εμείς σήμερα- σαν μια γενεσιουργό αιτία επιθετικής δραστηριότητας, καθώς μέχρις ενός βαθμού όλοι μας έχουμε ένα προτιμώμενο εύρος συναισθημάτων, το οποίο μας έχει δοθεί κατά τη στιγμή της γέννησής μας, σαν μέρος του γενετικού μας υλικού, που θωρείται πως διαδραματίζει σαρωτική επίδραση στην πορεία της ζωής, δημιουργώντας την ψυχοσύνθεσή μας, που δεν είναι τίποτε άλλο από κάποιες συγκεκριμένες διαθέσεις που, τυπικά, παρατηρούνται στη συναισθηματική μας ζωή.


Τί συμβαίνει, όμως, με τις αντιδράσεις εκείνες που αποτελούν δεδομένα της γενετικής μας κληρονομιάς; Τί γίνεται με τη μεταβολή των συνηθισμένων αντιδράσεων σε άτομα που από τη φύση τους είναι, λόγου χάρη, εξαιρετικά εκρηκτικά ή οδυνηρά ντροπαλά; Και το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσο ένα τέτοιο βιολογικά προσδιορισμένο συναισθηματικό πλαίσιο μπορεί να αλλάζει με την εμπειρία; Άραγε, η κληρονομική μας ουσία είναι εκείνη που καθορίζει τη συναισθηματική μας μοίρα ή μήπως ένα εκ γενετής «προσδιορισμένο» άτρομο μπορεί μεγαλώνοντας να γίνει ένας άλλος άνθρωπος;
Η πλέον σαφής απάντηση που δόθηκε σε αυτό το ερώτημα είναι από τα πορίσματα των ερευνών του Jerome Kagan, πριν από δεκαπέντε χρόνια, που διαπίστωσε ότι υπάρχουν αναρίθμητες διαφορές στα ιδιοσυστατικά χαρακτηριστικά, το καθένα από τα οποία βασίζεται σε εγγενείς διαφορές στο συγκινησιακό κύκλωμα. Το κάθε συγκεκριμένο συναίσθημα, δηλαδή, μπορεί να διαφέρει ως προς το πόσο εύκολα προκαλείται, πόσο διαρκεί, πόσο έντονο μπορεί να γίνει σε κάθε ξεχωριστό άτομο, καταλήγοντας πως «η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου δεν είναι προδιαγεγραμμένη»!
Κι αυτό, γιατί η παιδική μας ηλικία είναι ένα τεράστιο «παράθυρο ευκαιριών», όπως το αποκαλεί ο Daniel Goleman. Η εξαιρετική ευπλαστότητα του εγκεφάλου στην παιδική ηλικία σημαίνει ότι οι εμπειρίες, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, μπορούν να έχουν μια μόνιμη επίδραση στη διαμόρφωση των νευρωνικών μονοπατιών για την υπόλοιπη ζωή μας. Γιατί, όπως απέδειξαν οι έρευνες του Jerome Kagan, η υπερδιεγερμένη αμυγδαλή μπορεί να ελεγχθεί με την παροχή κατάλληλων εμπειριών. Αυτό που παίζει ρόλο εδώ είναι τα συναισθηματικά μαθήματα και οι αντιδράσεις που τα παιδιά αποκτούν μεγαλώνοντας.
Κάτω από αυτό το δεδομένο, η γενετική μας κληρονομιά μάς προικίζει μεν με κάποια συναισθηματικά χαρακτηριστικά, που καθορίζουν κατά έναν τρόπο την ψυχοσύνθεσή μας, αλλά το εγκεφαλικό κύκλωμα που εμπλέκεται εδώ είναι εξαιρετικά εύπλαστο. Η συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία μας δεν είναι η μοίρα μας. Κι αυτό, γιατί τα συναισθηματικά «μαθήματα», που παίρνουμε ως παιδιά στο σπίτι και στο σχολείο, αλλά και τα «πρότυπα» που επεξεργαζόμαστε στο μυαλό με την επιβολή των συναισθημάτων που αυτά προκαλούν στην εφηβεία, διαμορφώνουν τα συγκινησιακά κυκλώματα, κάνοντάς μας περισσότερο ικανούς ή ανίκανους στους χειρισμούς της λεγόμενης συναισθηματικής νοημοσύνης.
Αυτό σημαίνει ότι η παιδική ηλικία και η εφηβεία είναι τα πιο κρίσιμα «παράθυρα» που δίνουν την ευκαιρία για την εδραίωση των ουσιωδών συναισθηματικών συνηθειών, που θα «κυβερνήσουν» μετέπειτα τη ζωή του ανθρώπου.
Είναι σχεδόν αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης, με άλλα λόγια φυσικά, στα «Ηθικά Νικομάχειά» του, ότι «ο άνθρωπος είναι η αρχή και δημιουργός των πράξεών του, όπως και των παιδιών που γεννά», γιατί, όπως επισημαίνει ο μεγάλος μας φιλόσοφος «οι αρετές δεν γεννιούνται μέσα μας ούτε εκ φύσεως ούτε παρά φύσιν, αλλά, ενώ πλαστήκαμε εκ φύσεως επιδεικτικοί γι' αυτές, τελειοποιούμαστε με τη συνήθεια», έτσι ώστε «από τη θέλησή μας εξαρτάται να είμαστε ενάρετοι, όπως και να είμαστε κακοί».
Γιατί η «θέλησή» μας, για τον Αριστοτέλη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δύναμη των συναισθημάτων, όπως το αποκάλυψε σχετικά πρόσφατα η σύγχρονη επιστημονική έρευνα. Και μια άποψη της ανθρώπινης φύσης, που αγνοεί τη δύναμη των συναισθημάτων, είναι απογοητευτικά κοντόφθαλμη.


Να γυρίσουμε, όμως, στη λέξη «θυμώνω» και να σας επισημάνω ότι οι έρευνες των τελευταίων εκατό ετών έχουν δώσει τη βάση, προκειμένου να υποστηρίζουμε σήμερα ότι η εκδήλωση επιθετικότητας, που τις περισσότερες φορές ντύνεται με τον ποινικό μανδύα του εγκλήματος, δεν είναι τίποτε άλλο από την εκδήλωση θυμού, που απορρέει από έναν ανυπέρβλητο φόβο.
Είναι η κρατούσα σήμερα άποψη, απόρροια των μελετών των πιονιέρων της Ψυχολογίας του Βάθους, όπως ξεκίνησαν από τους Sigmound Freud, Carl Jung, Alfred Adler και Otto Rank, αλλά και όπως αναλύθηκαν κυρίως από τους Karen Horney και Harry Stack Sullivan, κάτω από τα ιδιόρρυθμα μοτίβα της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών του περασμένου αιώνα, για να πάρουν ιδιαίτερη βαρύτητα από τους William Healy και Augusta Bronner, που την έντυσαν με το ανάλογο εγκληματολογικό ενδιαφέρον ιδιαίτερα, ώστε να καταλήξουμε στην οριστική τους επεξεργασία, κατά τη δεκαετία του ΄70, κυρίως, από τους Erich From, Josef Ratner και Melanie Klaine, για να αναφερθώ σε ορισμένους μόνο από τους πάρα πολλούς ερευνητές της διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στο κοινωνικό σύνολο, οι οποίοι και έδωσαν μιαν άλλη ώθηση στους εγκληματολόγους να αφήσουν τα στεγανά ποινικά πρότυπα και να δώσουν το ενδιαφέρον τους περισσότερο στον άνθρωπο.
Και σήμερα, όλοι πιστεύουμε ότι η εκδήλωση επιθετικότητας που οδηγεί στο έγκλημα, όπως το θέλει ακόμη το ποινικό μας σύστημα, είναι δημιούργημα της άπλετης αίσθησης της ανασφάλειας που νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος. Αν και η αιτία αυτής της ανασφάλειας είναι ένα εγγενές στον άνθρωπο ψυχολογικό φαινόμενο και στηρίζεται τόσο στη φύση μας όσο και στις συνθήκες της ύπαρξής μας, η ένταση της αίσθησης αυτής έχει σήμερα και μια συμπληρωματική αιτία: την αγωνία και την προσπάθεια για υπεροχή και αναγνώριση από τον κοινωνικό του περίγυρο. Γιατί σήμερα ο άνθρωπος δεν αισθάνεται πλέον ανασφαλής μπροστά στα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα τόσο, όσο από τον ίδιο του τον εαυτό. Με πιο απλά λόγια, ο σύγχρονος, αλλά και αλλοτριωμένος πλέον, άνθρωπος έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Και αυτή η έντονη αίσθηση της ανασφάλειας φέρνει τον φόβο. Και μιλώντας εδώ για «φόβο» δεν εννοώ τον έμφυτο φόβο για την ύπαρξή μας, αλλά τον ανυπέρβλητο φόβο ότι δεν υπολογιζόμαστε και δεν εκτιμόμαστε αρκετά από τον κοινωνικό μας περίγυρο. Κι αυτός ο φόβος οδηγεί στην οργή -στον θυμό, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης- που με τη σειρά της μας φέρνει στην επιθετικότητα. Η σύγχρονη Ψυχολογία του Βάθους, κάτω από τον επηρεασμό των τελευταίων κοινωνικών αναλύσεων στην στρωματοποίηση της εγκληματικής διάθεσης, έχει καταδείξει πλέον ότι η επιθετικότητα είναι «αντιδραστική» και όχι τόσο «αυθόρμητη».
Έτσι, πίσω από τις δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες εκρήξεις οργής και βίας και πίσω από την εν γένει «εχθρική» στάση του ανθρώπου απέναντι στους συνανθρώπους του κρύβεται ένας θυμός, μια οργή, που προέρχεται από φόβο, γέννημα της αλλόκοτης μορφής της ζωής μας, όπως έχει μεταβληθεί από τις σημερινές κοινωνικές διαμορφώσεις, που έχουν κάνει τον αλλοτριωμένο άνθρωπο καρικατούρα του πραγματικού ανθρώπου, όπως από τη φύση του έχει γεννηθεί.

Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με την άλλη λέξη-κλειδί της φράσης του Αριστοτέλη, το «σωστό», καθώς ακόμη ψάχνουμε να βρούμε την κοινωνιολογική και ψυχολογική σημασία, στο πραγματικό νόημα αυτής της λέξης.
Κι αυτό, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας πει ποιό είναι το «σωστό» άτομο με το οποίο πρέπει και μπορείς να θυμώσεις, όπως ακριβώς και ποιός είναι ο «σωστός» βαθμός και η «σωστή» στιγμή, αλλά και κανείς δεν μπορεί να διευκρινίσει ποιά είναι η «σωστή» αιτία και ποιός είναι ο «σωστός» τρόπος, αφού σήμερα ο άνθρωπος δεν ενεργεί, όπως θέλει να ενεργήσει, αλλά θέλει να ενεργεί, όπως πρέπει να ενεργεί, σύμφωνα με τα «στερεότυπα» της κοινωνίας του.
Εξάλλου, αυτός ο τρόπος ενέργειας δεν είναι φαινόμενο μονάχα των καιρών μας, αλλά υπάρχει από τη δημιουργία των πρώτων κοινωνικών ομάδων, μόνο που το περιεχόμενο αυτών των «στερεότυπων» αλλάζει από εποχή σε εποχή, ανάλογα με το πώς και γιατί διαμορφώνονται και τα αντίστοιχα επιθυμητά κοινωνικά standards που αυτή η κοινωνία προωθεί για «πρότυπα» ενεργειών και τρόπου συμπεριφοράς των μελών της.
Και αυτό, γιατί τα πρότυπά μας έχουν αλλάξει σήμερα. Έπαψε να ισχύσει το μοντέλο του «καλού κ' αγαθού» και του «αντρειωμένου». Σήμερα, το κυρίαρχο μοντέλο είναι αυτό του «οικονομημένου». Σήμερα, μετράει πολύ περισσότερο το. γκλαμουράτο «4Χ4» και το «Αρμάνι», με άλλα λόγια η επίδειξη χρήματος, ιδιαίτερα μάλιστα στο πως αυτό ξοδεύεται και όχι στο πως αυτό μαζεύεται.
Σήμερα, το πρότυπο της κοινωνίας μας είναι ο άνθρωπος με χρήμα, άσχετα αν αυτός είναι νομοταγής ή απατεώνας, έμπορος ναρκωτικών ή όπλων, γυναικών ή μυστικών του κράτους, άνθρωπος της Εκκλησίας ή του υποκόσμου, στέλεχος της πολιτικής, της επιστημονικής ή της επιχειρηματικής ζωής του τόπου. Αρκεί να ξοδεύει, για να φαίνεται στον περίγυρό του, έστω και με τη μάσκα της επιτυχίας. Γιατί, ποιός ενδιαφέρεται σήμερα αν αυτός που ξοδεύει στα κέντρα διασκέδασης είναι μεγαλοφειλέτης του Δημοσίου, που κανένας δεν τον «ενοχλεί» επειδή «λαδώνει» τους πάντες; Γιατί, ποιός ενοχλείται σήμερα αν αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του, τυλιγμένο σε ένα πανεπιστημιακό δίπλωμα ή μια επιχειρηματική περγαμηνή έχει πουλήσει εξυπηρέτηση με «φακελάκι» ή έχει ανταλλάξει συμφέροντα με παράτυπες προμήθειες; Γιατί ποιός νοιάζεται σήμερα αν η οδηγός του πολυτελούς αυτοκινήτου, μ ε την πανάκριβη γούνα και τους «θαυμαστές», είναι μια σταρ του. πορνό;
Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες που επικρατούν στο σημερινό κοινωνικό μας σύνολο, ποιό είναι το σωστό και ποιό το λάθος;


Αυτό το καυτό ερώτημα, μας έφερε αντιμέτωπους με την «ανομία». Μια άποψη που ξεκίνησε από τη θεωρία του Γάλλου κοινωνιολόγου Emile Durkheim, για να γίνει βασική θεωρία επεξήγησης της ανθρώπινης δραστηριότητας στη σύγχρονη κοινωνία από τον Robert Merton και τον Edwin Sutherland, για να αναλυθεί περισσότερο από τον Albert Co-hen το 1955 και τους Richard Cloward και Lloyd Ohlin τη δεκαετία του ΄60 και να πάρει την οριστική της μορφή από τους Clifford Show και Henry McKay, τη δεκαετία του ΄70, με τη θεωρία των διαφορετικών ευκαιριών.
Και τί μας λέει η θεωρία της «ανομίας»; Απλούστατα, ότι σήμερα ο άνθρωπος ζει σε μια σύγχυση στο τι είναι σωστό και τι είναι λάθος στην ευθυγράμμισή του με τα «πρότυπα» του κοινωνικού του συνόλου, όπως τα παρουσίασα παραπάνω. Παίρνει την αγωνιώδη ένταση του «γιατί να είναι λάθος να φοροδιαφεύγεις, αφού, όποιος μπορεί, το κάνει χωρίς να τιμωρείται;». Άρα, είναι σωστό! Αφού, το να ζεις άνετα πουλώντας τον «λευκό θάνατο», τότε γιατί να μην είναι το σωστό, άσχετα αν το κυνηγά ο νόμος; Ποιός, εξάλλου, τιμωρήθηκε από αυτούς που έχουν συλληφθεί; Αφού, αν φωτογραφηθείς γυμνή, κερδίζεις χρήμα και δόξα, τότε γιατί να μην είναι το σωστό; Και να φανταστείτε ότι αυτές τις μέρες πρόσεξα κάποια αυτοκόλλητα σε καθίσματα των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας να γράφουν: «Προσέξτε με. Θέλω να γίνω πορνοστάρ»!
Ακόμη δε περισσότερο, που και να θέλει κανείς σήμερα να μην παρανομήσει μπορεί να γίνει υποκείμενο χλευασμού των περισσοτέρων, αφού ακόμη και οι άνθρωποι που εκλέγονται για να νομοθετούν είναι και οι πρώτοι που ψάχνουν τα «παράθυρα» του νόμου που ψήφισαν, για να τον καταπατήσουν. Προς το συμφέρον τους, φυσικά. Από την άλλη, βάζουμε αστυνομικούς να φυλάνε τα κατασχεμένα κλοπιμαία κι αυτοί τα βγάζουν στο σφυρί λαθραία και όλοι λέμε, όταν τους πιάνουν, το «καλά τους κάνουν», ενώ από μέσα μας τους ζηλεύουμε που δεν είμαστε στη θέση τους!
Αυτή, λοιπόν, η ψυχολογική κατάσταση, που έχει επιφέρει στο κοινωνικό μας σύνολο η «ανομία», του να μην μπορείς πλέον, δηλαδή, να ξεχωρίσεις ποιό είναι το σωστό και ποιό το λάθος στην επίτευξη του στόχου, που δεν είναι άλλο από τον εύκολο πλουτισμό, δημιουργεί και τον πλέον έντονο φόβο για το μέλλον της ύπαρξής σου. Αυτός ο φόβος είναι που δημιουργεί την οργή, το «θυμώνω» του Αριστοτέλη, στην εποχή μας.
Η τελευταία εικοσαετία υπήρξε μάρτυρας τέτοιων, πολλών και σταθερά επαναλαμβανόμενων, καταστάσεων, οι οποίες απεικονίζουν την έξαρση του συναισθηματικού παραλογισμού, μιας απογοήτευσης και μιας αδιαφορίας μέσα στις οικογένειές μας, τις πόλεις μας και την κοινωνική μας ζωής γενικότερα. Αυτά τα χρόνια κατέγραψαν την αύξηση της οργής, που απορρέει από υπέρμετρο φόβο για το αύριο, αλλά και της απελπισίας για ένα θολό μέλλον. Μια διάχυτη συναισθηματική δυστυχία που μεταφράζεται σε αριθμούς που δείχνουν την έξαρση της απόγνωσης στον κόσμο, υπενθυμίζοντας ότι τα κύματα της επιθετικότητας φουσκώνουν απειλητικά.
Κι αν ο περασμένος αιώνας χαρακτηρίστηκε, τελικά, ως «Αιώνας του Άγχους», σήμερα είμαστε στην αρχή του «Αιώνα της Κατάθλιψης»! Στοιχεία απ' όλον τον κόσμο υπογραμμίζουν ήδη αυτό που μοιάζει να είναι η σύγχρονη επιδημία μελαγχολίας, η οποία και εξαπλώνεται απ' άκρη σ' άκρη του πλανήτη, με την υιοθέτηση των μοντέρνων τρόπων ζωής. Και η κατάθλιψη της παιδικής ηλικίας, που κάποτε ήταν εντελώς άγνωστη, προβάλει σήμερα ως ένα σταθερό στοιχείο στην καθημερινότητά μας.
Ο Frenderic Gountwin υπέθεσε ότι υπήρξε μια τρομερή διάβρωση του πυρήνα της οικογένειας, ιδιαίτερα από τον διπλασιασμό του ποσοστού των διαζυγίων και τη μείωση του ελεύθερου χρόνου που αφιερώνουν πλέον οι γονείς στα παιδιά τους, καθώς και την αύξηση των μετακινήσεων, που «δεν μεγαλώνουμε πια γνωρίζοντας και πολύ την πιο διευρυμένη μας οικογένεια», οπότε και οι απώλειες αυτών των σταθερών πηγών αυτοαναγνώρισης συνεπάγονται μια μεγαλύτερη ευαισθησία στην κατάθλιψη.
Αλλά και ο David Koupfer υπογραμμίζει ότι με την επέκταση της εκβιομηχάνισης «κανένας δεν βρίσκεται σπίτι του, κατά κάποιον τρόπο». Σε όλο και περισσότερες οικογένειες παρουσιάζεται μια αυξημένη αδιαφορία των γονιών, λόγω εργασίας, από τις ανάγκες των παιδιών όσο αυτά μεγαλώνουν, προκαλώντας τη δημιουργία μια ευάλωτης διάθεσης. Έτσι, πρόωρα συγκινησιακά ερεθίσματα άγχους μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη των νευρώνων, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη, όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από μεγάλο stress ακόμη και δεκαετίες μετά.
Μάλιστα, ο κλινικός ψυχολόγος Urie Bronfenbrenner έφτασε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι, εφόσον απουσιάζουν τα συστήματα σωστής υποστήριξης, τα εξωτερικά άγχη έχουν τόσο διογκωθεί που ακόμη και δυνατές (= υγιείς) οικογένειες συντρίβονται. Η αναστάτωση, η αστάθεια και η ασυνέπεια της οικογενειακής καθημερινής ζωής είναι πλέον ανεξέλεγκτες σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας μας. Και κάθε φορά αυτό που βρίσκεται σε κίνδυνο δεν είναι άλλο από την επόμενη γενιά. Κι αυτό, γιατί στερούμε από εκατομμύρια παιδιά τις ικανότητες και την ηθική ανάπτυξη του χαρακτήρα τους. Μ' άλλα λόγια, ότι έλεγε ο Αριστοτέλης 2.300 χρόνια πριν!
Πρόκειται, στην ουσία, για ένα κοινωνικό φαινόμενο με βάση τις οικονομικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας, ιδιαίτερα που τώρα ο παγκόσμιος ανταγωνισμός συμπιέζει το κόστος εργασίας, δημιουργώντας οικονομικές δυνάμεις που συνθλίβουν την οικογένεια. Είναι η εποχή που πληθαίνουν οι οικονομικά καταπιεσμένες οικογένειες, στις οποίες και οι δυο γονείς εργάζονται μέχρι αργά, έτσι που τα παιδιά μένουν «να τα βγάλουν πέρα όπως μπορούν μόνα τους» ή με τη βοήθεια της τηλεόρασης σαν υποκατάστατο της baby sister!
Είναι η εποχή που όλο και περισσότερα παιδιά καλούνται να μεγαλώσουν μόνα τους μέσα στη φτώχεια. Όπου οι οικογένειες μ' ένα μόνο γονιό είναι πλέον μια συνηθισμένη υπόθεση. Αυτό σημαίνει ότι οι άπειρες μικρές, αλλά τόσο ουσιαστικές ανταλλαγές μεταξύ γονιού και παιδιού, οι οποίες οικοδομούν τις συναισθηματικές δεξιότητες, φθίνουν ολοένα και περισσότερο. Αυτό έχει να κάνει και με το γιατί σήμερα τα παιδιά είναι πιο επιθετικά. Φυσικά και δεν υπάρχει ένας μόνο δρόμος προς τη βία και την εγκληματικότητα, καθώς είναι πάρα πολλοί οι παράγοντες που μπορεί να θέσουν ένα παιδί σε κίνδυνο, αλλά εδώ μιλάμε για τον γενικό κανόνα που «αδυνατίζει» την ψυχολογική ισορροπία του παιδιού στην ενατένιση του «προτύπου» της κοινωνίας μας σήμερα.
Έτσι, δεν θα πρέπει πλέον να απορούμε γιατί τα σημερινά παιδιά είναι πιο μοναχικά και καταπιεσμένα, πιο οργισμένα και απείθαρχα, πιο νευρικά και ευέξαπτα, πιο παρορμητικά και επιθετικά. Απλώς, είναι το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς, που σχετίζεται με την αποσύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας κι αυτό το ασίγαστο αμόκ, αυτή η εκδήλωση μοχθηρίας, ανατρέπει κάθε έννοια ασφάλειας και πολιτισμού. Και οι δράσεις αυτές δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αντανακλούν πάνω μας, σε ευρύτερη φυσικά κλίμακα, τα ανατριχιαστικά συναισθήματα που έχουν πλέον ξεφύγει από κάθε έλεγχο στη ζωή μας. Έτσι, κανένας δεν μπορεί να «δραπετεύσει» από αυτήν την αχαλίνωτη πλημμυρίδα αλόγιστης βίας και. ντροπής, που αγγίζει τη ζωή όλων μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.


Ως θεωρητικός εγκληματολόγος, πολύ λιγότερο, φυσικά, αλλά κυρίως ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, εδώ και σαράντα χρόνια, παρακολουθώ την εξέλιξη της κοινωνικής μας ζωής στη σφαίρα του παραλόγου. Από τη θέση αυτή, λοιπόν, δυο αντίθετες τάσεις με έχουν εντυπωσιάσει: Η μια, σκιαγραφεί την απειλή που συνεχίζεται να κρέμεται πάνω από την κοινή συναισθηματική μας ζωή. Η άλλη, μου έδειξε ότι προσφέρονται κάποιες ελπιδοφόρες λύσεις, μόνο που κανένας δεν έχει ακόμη δώσει την πρέπουσα προσοχή, ενώ όλοι μας αδιαφορούμε. συστηματικά!
Κι αυτό, γιατί χρόνια τώρα καταπιέζουμε τα παιδιά μας, μέσα στο σπίτι, παραδίπλα στο σχολείο και λίγο πιο έξω, στον κοινωνικό τους περίγυρο, στην μονόπλευρη ανάπτυξη του IQ τους, που θα τους δώσει τα «εφόδια» για την επιτυχία του στόχου, που είναι η πιστή αντιγραφή του «στερεότυπου» που έχει θέσει ως «πρότυπο» η κοινωνία μας, αδιαφορώντας εγκληματικά για την ανάπτυξη της συναισθηματικής τους ποιότητας!
Αλλά, όπως όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, όταν πρόκειται να δώσουμε στις αποφάσεις και στις πράξεις μας την οριστική τους μορφή, το τι νιώθουμε μετράει ακριβώς το ίδιο και συχνά περισσότερο από το τι σκεφτόμαστε.
Έτσι, ανεπιφύλακτα μπορώ να επισημάνω ότι το παρακάναμε πια με την έμφαση και τη βαρύτητα που δώσαμε στο τι είναι απόλυτα λογικό, στο τι μπορεί να μετρηθεί με το IQ στην ανθρώπινη ζωή. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ευφυΐα -όση και όποια κι αν είναι- δεν μπορεί να οδηγήσει σε τίποτα, όταν τα συναισθήματα έχουν κλονιστεί. Και σήμερα είναι απόλυτα σαφές ότι, όχι μόνο είναι κλονισμένα, αλλά και είναι τόσο αλλαγμένα, που πλέον δεν μπορούμε να βρούμε την αρχή και το τέλος τους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου