Της Παναγιώτας Κάπου
‘Εκλεισαν τα μάτια της πιό αγαπημένης <<κακιάς>> του ελληνικού κινηματογράφου στα 90 της χρόνια.Ο Λόγος για την εξαιρετική ηθοποιό Τασσώ Καββαδία που <<έφυγε>> πλήρης ημερών χαράζοντας μία αξιοσημείωτη πορεία στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Η εικόνα που θα μας μείνει από αυτήν είναι της δολοπλόκας πεθεράς, της άσπλαχνης αδερφής ή της ανελέητης δεσμοφύλακα αναμορφωτηρίου που έκανε κόλαση τη ζωή της Ζωής Λάσκαρη στη «Στεφανία». Οσοι τη γνώριζαν, όμως, μόνο για έναν καλό και ευγενικό άνθρωπο έχουν να λένε.
Όπως έλεγε και η ίδια, «ήμουν αυστηρή, όχι κακιά, αλλά σωστή για τα δεδομένα της εποχής. Δεν είχα άδικο να αντιπαθώ την Τζένη Καρέζη που τα΄ φτιαξε με τον Κούρκουλο, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη μου, ή με τον Μάνο Κατράκη που η κομμώτρια Λάσκαρη τον απατούσε και του έτρωγε τα λεφτά».
Είχε βιώσει και η ίδια την οικογενειακή αυστηρότητα. Η απόφασή της να γίνει ηθοποιός αποδοκιμάστηκε από τους γονείς της, που την ανάγκασαν να παντρευτεί με τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα. Χώρισαν επτά χρόνια αργότερα. Ελεύθερη, βρήκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πιάνο και πήγε στο Παρίσι για μαθήματα ζωγραφικής, σχεδίου μόδας, διακοσμητικής και εικονογράφησης. Οταν επέστρεψε στην Αθήνα, ύστερα από προτροπή του Γιάννη Τσαρούχη -από τον οποίο είχε διδαχθεί σκηνογραφία και ενδυματολογία- γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όπου έκανε και τα πρώτα της βήματα ως ηθοποιός. Πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «η μικρή μας πόλη».
Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε έως και το 1958 παίζοντας σε έργα των Πιραντέλλο, Τέννεσι Ουίλλιαμς, Μπρεχτ, Λόρκα κ.α Έλαβε μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές σειρές, ενώ ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και μετέφρασε πληθώρα λογοτεχνικών και θεατρικών έργων. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κούν και συνέχεια συνεργάστηκε με θιάσους των Μ. Φωτόπουλου, Μ. Αρώνη, Δ. Μυράτ, Λ. Τριβιζά, Τ. Καρέζη - Κ. Καζάκου, Ν. Κούρκουλου κ.ά. Επαιξε τα πάντα, εκτός από αρχαία τραγωδία. «Τη σέβομαι πάρα πολύ, είναι κάτι μουσειακό για μένα», έλεγε. «Ποτέ δεν μου έγινε πρόταση. Αλλά δεν μου αρέσει το μουσειακό θέατρο, προτιμώ το καθημερινό».
Έπαιξε σε ελληνικές και ξένες παραστάσεις, σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες («Κυριακάτικο ξύπνημα», «Στέλλα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Το κλωτσοσκούφι», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Στεφανία», «Καπετάν φάντης μπαστούνι», «Όλγα αγάπη μου», «Η κραυγή μιας αθώας», «Ξύπνα, Βασίλη!», «Μια τρελή τρελή σαραντάρα», «Προς την ελευθερία», «Θηλυκή εταιρεία» κ.ά), ενώ είχε εμφανιστεί και στην τηλεόραση («Ο χήρος, η χήρα και τα χειρότερα», «Παππούδες εν δράσει», «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο κ.ά).
Σε όλη την πορεία της στο σανίδι και στο σελιλόιντ διαπιστώνει ότι δύο ήταν οι συμπρωταγωνιστές της που θα της μείνουν αξέχαστοι: η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Μίμης Φωτόπουλος. Σε ό,τι αφορά τους σκηνοθέτες, εκτός από τον δάσκαλό της, ξεχωρίζει τον Μίνωα Βολανάκη και τον Σταμάτη Χονδρογιάννη. Στους ρόλους; «Οσο και αν φανεί παράξενο, πάντα ο τελευταίος γιατί είναι ακόμη μέσα μου. Είναι ακόμη μέσα μου ο ρόλος που έπαιξα με τον Λάκη Λαζόπουλο στην ταινία "Φοβού τους Ελληνες". Ηταν κάτι που ήθελα να παίξω: μια γήινη γυναίκα, ολοκληρωμένη, όχι αυτές τις κομψές Αθηναίες, δεν τις μπορώ πια. Δεν παραπονιέμαι όμως, γιατί αυτές με κρατούν στο προσκήνιο. Αυτές μπορεί να τέλειωσαν αλλά εγώ παίζω ακόμη...
Η Τασσώ Καββαδία, όπως είχε ξομολογηθεί και η ίδια, όφειλε πολλά στη βλοσυρή κινηματογραφική περσόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου